ἔξαρσις

ἔξαρσις
ἐξαρσις
removal
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐξάρσει — ἐξαρσις removal fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐξάρσεϊ , ἐξαρσις removal fem dat sg (epic) ἐξαρσις removal fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάρσεις — ἐξαρσις removal fem nom/voc pl (attic epic) ἐξαρσις removal fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔξαρσιν — ἐξαρσις removal fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έξαρση — η (Α ἔξαρσις) [εξαίρω] ύψωση, ανύψωση νεοελλ. 1. διανοητική ή ψυχική ανύψωση, ανάταση σε ανώτερες σφαίρες τού ιδεατού κόσμου, μεταρσίωση («έξαρση τού νου, τής φαντασίας») 2. γεωλ. η ανύψωση τμημάτων τής επιφάνειας τής γης, που οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”